syndic$552507$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

syndic$552507$ - translation to ελληνικό

Syndic, Apostolic; Apostolic syndic

syndic      
σύνδικος

Ορισμός

Syndic
·noun An officer of government, invested with different powers in different countries; a magistrate.
II. Syndic ·add. ·noun One appointed to manage an estate, essentially as a trustee, under English law.
III. Syndic ·noun An agent of a corporation, or of any body of men engaged in a business enterprise; an advocate or patron; an Assignee.

Βικιπαίδεια

Apostolic Syndic

An Apostolic Syndic is a Catholic layman, who in the name, and by the authority, of the Holy See, assumes the care and civil administration of the temporalities and in particular the pecuniary alms destined for the support and benefit of Franciscan convents, and thence provides for the requirements of the brethren.